πολυχρήματος

πολυχρήματος
-η, -ο / πολυχρήματος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πολλά χρήματα, μεγάλη περιουσία, πολύ πλούσιος
αρχ.
αυτός που χαρακτηρίζει τον πλούτο, που είναι χαρακτηριστικός τού πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + χρῆμα, -ατος (πρβλ. ολιγο-χρήματος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυχρήματος — very wealthy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρήματον — πολυχρήματος very wealthy masc/fem acc sg πολυχρήματος very wealthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρημάτου — πολυχρήματος very wealthy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρημάτους — πολυχρήματος very wealthy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρημάτων — πολυχρήματος very wealthy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρημάτῳ — πολυχρήματος very wealthy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρήματα — πολυχρήματος very wealthy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυχρήματοι — πολυχρήματος very wealthy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυχρήμων — ύχρημον, Α πολυχρήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. φιλο χρήμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”